χρηματίζω

χρηματίζω
χρηματίζω (χρῆμα) fut. χρηματίσω (χρηματιῶ LXX); 1 aor. ἐχρημάτισα.; pf. inf. κεχρηματικέναι Job 40:8. Pass.: 1 aor. ἐχρηματίσθην; pf. κεχρημάτισμαι (Hdt. et al.; ins, pap, LXX, EpArist, Philo, Joseph.; Ath.).
impart a divine message, make known a divine injunction/warning (of oracles, etc., Diod S 3, 6, 2; 15, 10, 2; Plut., Mor. 435c; Lucian, Ep. Sat. 2, 25; Ael. Aristid. 50, 5 K.=26 p. 503 D.; SIG 663, 13 [200 B.C.] ὁ θεός μοι ἐχρημάτισεν κατὰ τὸν ὕπνον; 1110, 8; PFay 137, 2; 4 [I A.D.]; PGiss 20, 18.—Jer 32:30; 37:2; Philo, Mos. 2, 238; Jos., Ant. 5, 42; 10, 13; 11, 327 ἐχρημάτισεν αὐτῷ κατὰ τοὺς ὕπνους ὁ θεὸς θαρρεῖν; Ath. 26, 2f).
act. (Orig. C. Cels. 1, 60, 39; Did., Gen. 221, 1) Hb 12:25.
pass.
α. χρηματίζομαι I receive a warning (B-D-F §312, 1) χρηματισθεὶς κατʼ ὄναρ Mt 2:22 (Sb 6713, 4 [258 B.C.] τὸν Σάραπίμ μοι χρηματίζειν πλεονάκις ἐν τοῖς ὕπνοις); cp. Hb 8:5. περί τινος (Jos., Ant. 3, 212) 11:7 (BHeininger, NTS 44, ’98, 115–32, w. ref. to En 65:1–12). Foll. by the inf., which expresses the warning given (B-D-F §392, 1d) Mt 2:12; GJs 21:4. ἐχρηματίσθη ὑπὸ ἀγγέλου μεταπέμψασθαί σε he was directed by an angel to send for you Ac 10:22. Cp. κεχρηματισμένος Lk 2:26 D; sim. ὁ χρηματισθεὶς ὑπὸ τοῦ ἁγίου πνεύματος GJs 24:4 (cp. Vett. Val. 67, 5 ὑπὸ δαιμονίων χρηματισθήσονται).
β. χρηματίζεταί τι someth. is revealed or prophesied (UPZ 71, 3 [152 B.C.] τὰ παρὰ τ. θεῶν σοι χρηματίζεται) ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον ὑπὸ τοῦ πνεύματος Lk 2:26 (B-D-F §407).
to take/bear a name/title (as so and so), to go under the name of, act., but freq. rendered as pass. in Engl. tr.: be called/named, be identified as (Polyb. 5, 57, 2; Strabo 13, 1, 55; Plut., Ant. 941 [54, 9]; Philo, Deus Imm. 121, Leg. ad Gai. 346; Jos., Bell. 2, 488, Ant. 8, 157; 13, 318, C. Ap. 2, 30; SIG 1150, 4 Καικίλιος ὁ χρηματίζων Βούλων; POxy 268, 2 [58 A.D.]; 320; APF 4, 1908, 122 V, 15 and oft. in pap) μοιχαλὶς χρηματίσει she will be called an adulteress Ro 7:3. ἐγένετο … χρηματίσαι τοὺς μαθητὰς Χριστιανούς it came to pass … that the disciples got the name Christians Ac 11:26.—Mlt-H. 265 holds that 1 and 2 are two entirely distinct words; that 1 comes fr. an equivalent of χρησμός ‘oracle’, and 2 fr. χρήματα ‘business’.—DELG s.v. χρῆμα. Frisk s.v. χρή. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χρηματίζω — χρηματίζω, χρημάτισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: χρηματίζω – χρηματίζομαι : η έννοια διαφοροποιείται. Το χρηματίζω σημαίνει → ασκώ (κυρίως δημόσια) υπηρεσία. Το χρηματίζομαι → δωροδοκούμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χρηματίζω — negotiate pres subj act 1st sg χρηματίζω negotiate pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματίζω — ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησματίζω Α [χρῆμα, χρήματος] μέσ. χρηματίζομαι κερδίζω χρήματα με αθέμιτα μέσα νεοελλ. ασκώ μια ιδιωτική ή δημόσια υπηρεσία, διατελώ («έχει χρηματίσει δήμαρχος») μσν. 1. καλώ, ονομάζω 2. (μτβ. και αμτβ.) α) υπολογίζω ή… …   Dictionary of Greek

  • χρηματίζω — χρημάτισα, χρηματίστηκα 1. στην ενεργ. φωνή μόνο ο αόρ. είναι σε χρήση και σημαίνει άσκησα δημόσια υπηρεσία, υπήρξα: Χρημάτισε υπουργός στην κυβέρνηση Βενιζέλου. 2. το μέσο, χρηματίζομαι σημαίνει κερδίζω χρήματα, δωροδοκούμαι: Αποδείχτηκε πως… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεχρηματισμένα — χρηματίζω negotiate perf part mp neut nom/voc/acc pl κεχρηματισμένᾱ , χρηματίζω negotiate perf part mp fem nom/voc/acc dual κεχρηματισμένᾱ , χρηματίζω negotiate perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματίζετε — χρηματίζω negotiate pres imperat act 2nd pl χρηματίζω negotiate pres ind act 2nd pl χρηματίζω negotiate imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματίζῃ — χρηματίζω negotiate pres subj mp 2nd sg χρηματίζω negotiate pres ind mp 2nd sg χρηματίζω negotiate pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματίσουσι — χρηματίζω negotiate aor subj act 3rd pl (epic) χρηματίζω negotiate fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χρηματίζω negotiate fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματίσουσιν — χρηματίζω negotiate aor subj act 3rd pl (epic) χρηματίζω negotiate fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χρηματίζω negotiate fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματίσω — χρηματίζω negotiate aor subj act 1st sg χρηματίζω negotiate fut ind act 1st sg χρηματίζω negotiate aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχρηματίσθην — χρηματίζω negotiate plup ind mp 3rd dual χρηματίζω negotiate aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) χρηματίζω negotiate aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”